A.one who serves the gods, worshipper, θ. Ἄρεως, θεῶν, Pl.Phdr.252c, Lg.740c; ὁσίων τε καὶ ἱερῶν ib.878a; “τοῦ καλοῦ” Ph.1.261; οἱ θ. worshippers of Sarapis or Isis, UPZ8.19 (ii B.C.), IG11(4).1226 (Delos, ii B.C.); title of play by Diphilus, ib.2.992ii9; name of certain ascetics, Ph.2.471; θ. ὁσιότητος, of the followers of Moses, ib.177.
Hide browse bar Your current position in the text is marked in blue. Click anywhere in the line to jump to another position:
entry group:
Θθ
-
θα^λάσσ-ιος
θα^λασσ-ίτης
-
θα^λέω
Θα^λῆς
-
θα^μ-ίζω
θα^μι^νάκις
-
θαρσα^λ-έος
θαρσα^λ-εότης
-
θαψία
θάψι^νος
-
θεατρ-ώδης
θεατρ-ώνης
-
θείομεν
θεῖον
-
θέμα
θεμα^τ-ίζω
-
θεοβλαβ-ής
θεό-βουλος
-
θεό-κλυ^τος
θεό-κμητος
-
θεο-παίγμων
θεό-παις
-
θεοσεβ-έω
θεοσεβ-ής
-
θεόφιλ-ος
θεοφιλ-ότης
-
θερα?́π-ων
θέραψ
-
θερμαψίς
θέρμη
-
θερμ-ώδης
θερμ-ωλή
-
Θεσσάλ-ειος
Θεσσαλ-ία
-
θεωροδοκ-έω
θεωροδοκ-ία
-
θηλυ^-γόνος
θηλυδρί-ας
-
θημωνοθετέω
θην
-
Θηρίκλειος
θηριό-βρωτος
-
θηρο-νόμος
θηρό-πεπλος
-
θητ-εύω
θητ-ικός
-
θλι^β-ίας
θλι?́β-ω
-
θολ-ός
θολ-όω
-
θράζω
θραίειν:
-
θρα^συ-πτόλεμος
θρα^σύς
-
θρεσκός
θρεττα^νελό
-
θρι^αμβ-εύω
θρι^αμβ-ικός
-
θρόμβ-ωσις
θρον-ίζομαι
-
θρύψιχος
θρυψίχρως
-
θυ^-ηλή
θυ^-ήλημα
-
θυ_μ-αίνω
θυ_μ-αλγής
-
θυ_μο-βόρος
θυ_μο-δα^κής
-
θυννοσκοπ-εῖον
θυννοσκοπ-έω
-
θυρευτής
θύρη
-
θυ^ρωρ-εῖον
θυ^ρωρ-έω
-
θυ^ωρ-εῖσθαι:
θυ^ωρ-ίς
-
θώψ
entry:
θρον-ίζομαι
θρόν-ιον
θρον-ίς
θρον-ισμός
θρον-ιστής
θρον-ι_τικός
θρονίτις:
θρόνον
θρονοποιός
θρόνος
θρόνωσις
θρόος
θροσέως
θρυ^αλλ-ίδιον
θρυ^αλλ-ίς
θρύαλλον
θρυαρίς:
θρύβω
θρυ_γονάω
θρύ-ϊνος
θρυ-ῖτις
θρυ_λ-έω
θρυ?λ-ημα
θρυ_λ-ητής
θρυ_λ-ητός
θρύλ-ιγμα
θρυλ-ιγμός
θρυλ-ίζω
θρυ_λίσσω
θρῦλος
θρυμίς:
θρύμμα
θρυμμα^τίς
θρυμνεύεται
θρυ^ό-εις
θρυ^ο-κάλα^μος
θρυ^ο-κοπέω
θρυ^ο-κοπία
θρύον
θρυ^ο-πώλης
θρυ^ο-πώλιον
θρυ^ο-τίλλω
θρύπτακον:
θρυπτέον
θρυπτικός
θρύπτω
θρυσέλινον
θρύσιος
θρύψις
θρύψιχος
This text is part of:
View text chunked by:
θερα^π-ευτής , οῦ, ὁ